- Δαναοῦ
- Δαναόςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φαέθουσα — Μυθικό πρόσωπο, κόρη του Ήλιου. Όπως αναφέρει ο Όμηρος, αυτή και η αδελφή της Λαμπετίη φύλαγαν τις ιερές αγέλες με τα βόδια του πατέρα τους στο νησί Θρινακία. Μητέρα της ήταν η Νέαιρα ή η Ρόδη και αδελφός της ο Φαέθων. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται … Dictionary of Greek
Αίγιος — Προσωνύμιο του Δία και όνομα μυθολογικού προσώπου. 1. Ο Δίας ονομάστηκε Α. γιατί γαλουχήθηκε από την αίγα Αμάλθεια σε μια σπηλιά του βουνού Δίκτη στην Κρήτη. Εκεί τον είχε κρύψει η μητέρα του Ρέα, για να μη τον καταβροχθίσει ο Κρόνος. 2. Ένας από … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ναύπλιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ιδρυτής της Ναυπλίας, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, που ήταν εγγονή του Δαναού. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πολύ έξυπνος και είχε γνώσεις αστρονομίας. Γιος του υπήρξε ο… … Dictionary of Greek
ίππειος — α, ο (Α ἵππειος, εία, ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος] αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππου β. «ίππειον κρέας» κρέας αλόγου γ. « ρῆξε… … Dictionary of Greek
αγήνωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο που κατά τους ερμηνευτές των μύθων συμβολίζει τον ήλιο, οδηγό των λαών στην εξάπλωσή τους από την ανατολή προς τη δύση. Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις άγαν (πάρα πολύ) και ανήρ· σημαίνει… … Dictionary of Greek
βηλός — Εξελληνισμένος τύπος της σημιτικής λέξης Βάαλ Βηλ,που σημαίνει (όπως στα ελληνικά η λέξη Κρέων) τον κύριο, τον δεσπότη. Ως Β. φέρεται και ένας αρχαίος βασιλιάς των Ασσυρίων. Το ίδιο όνομα αποδίδεται επίσης στον πατέρα της Διδούς, στον πατέρα του… … Dictionary of Greek
ερατώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων (Ε. σημαίνει αξιέραστη, αξιαγάπητη). 1. Μία από τις εννέα Μούσες. Κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μούσα της ερωτικής ποίησης και των ύμνων προς τους αθάνατους. Παρουσιάζεται πάντοτε με μια μικρή λύρα στα χέρια (ή με… … Dictionary of Greek
θηλύσπορος — θηλύσπορος, ον (Α) φρ. «θηλύσπορος γέννα» οι κόρες τού Δαναού, ο οποίος δεν είχε αγόρια, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ναύπλιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ιδρυτής της Ναυπλίας, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, που ήταν εγγονή του Δαναού. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πολύ έξυπνος και είχε γνώσεις αστρονομίας. Γιος του υπήρξε ο… … Dictionary of Greek